Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 03 Ιανουαρίου 2010 20:04

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Οι "Τετρακόσιες Πιέτες" ενός τσολιά που θέλησε να γίνει ιδέα

Γράφτηκε από την 
Μία από τις ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων που επιχειρούν τη σύζευξη λογοτεχνικού λόγου και φωτογραφικής εικόνας είναι εκείνη που φέρει τον τίτλο «Με ορθάνοιχτα μάτια. Εννέα συγγραφείς και εννέα φωτογράφοι» (εκδόσεις Καστανιώτη). Στη συλλογή αυτή περιέχεται, μεταξύ άλλων, το διήγημα «Τετρακόσιες Πιέτες» της Αμάντας Μιχαλοπούλου, στο οποίο και πρόκειται να αναφερθώ. Ο τίτλος του διηγήματος είναι εμπνευσμένος από τη φουστανέλα του τσολιά που έχει τετρακόσιες πιέτες ? όσα και τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Ο τσολιάς του διηγήματος ανήκει στη φρουρά της Ελληνικής Βουλής στο Σύνταγμα.
Η συγγραφέας του διηγήματος αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, δανείζοντας τη φωνή της στην πρωταγωνίστρια της ιστορίας, μια κοπέλα που μόλις επέστρεψε από το Λονδίνο στην Αθήνα, αφού υποστήριξε τη μεταπτυχιακή της διατριβή στην Ιστορία της Τέχνης: «Μάζευα ένα ένα τα ρούχα και τα δίπλωνα με κόπο. Ο ουρανός είχε πάρει το χαρακτηριστικό του μολυβί χρώμα, είχε κατέβει στο ύψος του παραθύρου μου, στο ύψος της καρδιάς μου. Θυμήθηκα το στρατιώτη με τη μολυβένια καρδιά στο παραμύθι που μου διάβαζαν όταν ήμουν παιδί. Τώρα είχα μεγαλώσει κι είχα γίνει αυτός ο στρατιώτης. Μισθοφόρος στη Λεγεώνα των Ξένων Φοιτητών. Μάστερ στην Ιστορία της Τέχνης».

Η ηρωίδα, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, ζει μαζί με τους γονείς της και αρχίζει τις καθημερινές βόλτες στο κέντρο της πόλης. Σε μία από αυτές αντικρίζει έξω από τη Βουλή τον τσολιά που την κέρδισε με την πρώτη ματιά. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ενδιαφέρον έχει η διαδρομή που ακολουθεί το βλέμμα της κοπέλας: «Πρώτα είδα τα τσαρούχια του. Ύστερα το λευκό καλσόν της καλοκαιρινής του στολής. Το βλέμμα μου αγκάλιασε τις πιέτες της φουστανέλας του που άστραφταν κάτω από τον ήλιο , την ξιφολόγχη του, το καλογυαλισμένο του όπλο. Το στέρνο του διαγραφόταν φαρδύ κάτω από τη φέρμελη. Το πρόσωπό του ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει ποτέ: μάτια στο χρώμα της πράσινης ελιάς που είχα αφήσει να μουχλιάζει, μύτη βυζαντινή, βελούδινα χείλη».

Οι μέρες κυλούν με τακτικές επισκέψεις στη Βουλή, τις ώρες που είναι παρών ο τσολιάς. Η πρωταγωνίστρια τού κρατά συντροφιά και σταδιακά του αποκαλύπτει ένα προς ένα πολύτιμα προσωπικά της δεδομένα: «Ήθελα να φύγω, καταλαβαίνεις; Όχι για τη ζωγραφική, για να πάψω να είμαι αυτό που είμαι».

Κατά τον δεύτερο μήνα των άτυπων συναντήσεών τους, η κοπέλα εξομολογούμενη στον τσολιά τον έρωτά της, διεκδικεί έντονα μια απάντηση, μια αντίδρασή του στα λεγόμενά της. Ο τσολιάς στην ερώτησή της «Τι άνθρωπος είσαι;» της απαντά χαρακτηριστικά: «Δεν είμαι άνθρωπος αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι εκατό τοις εκατό άνθρωπος?Είμαι ιδέα», γεγονός που συναντά την έντονη αποδοκιμασία από μέρους της ηρωίδας.

Έπειτα από ένα σύντομο διάλογο, η κοπέλα καταφέρνει να πείσει τον τσολιά να δραπετεύσει από τη θέση του. Βρίσκουν μια μηχανή και φθάνουν στον Παρθενώνα, κυνηγημένοι από περιπολικά. Ο τσολιάς θέλει να δείξει το σπίτι του στην κοπέλα και της αποκαλύπτει στοιχεία που αφορούν την οικογένειά του (τα μέλη της και τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση). Στην προσπάθειά τους να προσεγγίσει ο ένας τον άλλο, η κοπέλα συναντά «τον κρύο αέρα της Ιστορίας» και εκνευρίζεται, όταν ο τσολιάς της επιβεβαιώνει ξανά ότι δεν είναι εκατό τοις εκατό άνθρωπος. Αρχίζει να τον αποκαλεί ψεύτη, εγωιστή, διδακτικό.

Ο τσολιάς, αντιδρά για δεύτερη και τελευταία φορά, παρέχοντας στον αναγνώστη μια εξαίσια εικονοποιητική περιγραφή. «Μ? ένα σάλτο βούτηξε στο κενό. Η φουστανέλα άνοιξε σαν βεντάλια γύρω από το σώμα του. Οι τετρακόσιες πιέτες θρόισαν. Πετούσε με ανδροπρεπή τρόπο, με απλωτές, σαν πρωταθλητής κολύμβησης». Η πρωταγωνίστρια καταλήγει: «Τον κοίταξα με ζήλια, με πόθο. Ήμουν σίγουρη πως δε θα τον ξαναδώ πια. Και τότε διέκρινα τη φούντα του τσαρουχιού του να γυαλίζει κάτω από τις ακτίνες του ήλιου. Είχε πέσει λίγο πιο πέρα από εκεί που στεκόμουν. Τη μάζεψα την έσφιξα στην παλάμη μου νευρικά. Αυτό βρήκε για να μου δείξει ότι είναι τρωτός; Έπιασα τη γάμπα μου και τη δάγκωσα, μέχρι να τρέξει αίμα».

Κάθε φορά που διαβάζω το συγκεκριμένο διήγημα προβαίνω σε ορισμένες από τις ακόλουθες νοηματικές διασυνδέσεις: ευκατάστατη ηρωίδα ? τσολιάς λαϊκής καταγωγής, ελεύθερος χειμαρρώδης λόγος ? επιβεβλημένη βουβή σιωπή, Αθήνα (Βουλή) ? Λονδίνο (μνημεία της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης), Ιστορία της Τέχνης ? Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Και με δεδομένο το ότι όλοι μας έχουμε την τάση να ερμηνεύουμε συμπεριφορές όσων αγαπάμε σε συνάρτηση με τη δική μας συμπεριφορά απέναντί τους, σχεδόν πάντα έρχομαι αντιμέτωπη με το εξής ερώτημα: Ο τσολιάς έπεσε στο κενό επειδή θέλησε να αποδείξει στην κοπέλα ότι είναι τρωτός, όπως η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά; Μήπως θέλησε να υπεραμυνθεί εμπράκτως της πεποίθησής του ότι είναι περισσότερο ιδέα και λιγότερο άνθρωπος και ως τέτοια, επιθύμησε να παραμείνει στη μνήμη όσων τον αγάπησαν; Και τέλος, πόσο θεμιτό είναι άραγε να υπερασπίζεται μέχρι θανάτου κάποιος μια ιδέα, όταν αυτή τού είναι έξωθεν επιβεβλημένη και δεν απορρέει από την προσωπική του αναζήτηση και επιλογή;
Ειρήνη Σπυριδάκη

Aσχολούμαι με την μοντέρνα ζωγραφική και κατοικώ στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχω σπουδάσει Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, με μεταπτυχιακά στο ΕΑΠ. Μαθήτευσα στο εργαστήρι ζωγραφικής του λέκτορα αισθητικής αγωγής Αζαρία Μαδανιάν. Έχω συμμετάσχει σε διεθνείς και πανελλήνιες ομαδικές εκθέσεις, αποσπώντας διακρίσεις σε διαγωνισμούς και έχω πραγματοποιήσει μία ατομική έκθεση.