Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 17 Ιουλίου 2013 14:37

Το βιβλίο ως έργο τέχνης

Γράφτηκε από τον 

Το βιβλίο αποτελεί ένα αντικείμενο της καθημερινής ζωής, τμήμα του υλικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκόπτεται από το ευρύτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον του γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος να μην γίνουν διακριτοί οι λόγοι που επέβαλλαν τη δημιουργία του, οι αισθητικές προτιμήσεις του σύγχρονου του κοινού και η εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, κάτι που ισχύει, άλλωστε και για όλα τα έργα τέχνης.

Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα βιβλίο είναι η ποιότητα και το χρώμα του χαρτιού, τα τυπογραφικά στοιχεία, η σελιδοποίηση, η εικονογράφηση και η βιβλιοδεσία του. Όταν ισχύουν και τα πέντε αυτά και είναι άρτια συνδεδεμένα μεταξύ τους, τότε μπορεί να μιλήσει κανείς για έργο τέχνης. Όσον αφορά τις ποιότητες και τα χρώματα του χαρτιού παρατηρεί κανείς ότι ποικίλλουν. Έτσι, μπορεί να υπάρχει διαφορετικό χρώμα χαρτιού ανά κεφάλαιο, ανάλογα με την αισθητική του συγγραφέα, του εκδότη και τους δημιουργούς εν γένει του βιβλίου. Όσον αφορά την ποιότητα του χαρτιού, υπάρχει το χειροποίητο, ενώ η τυπογραφία μεταχειρίζεται τα σατινέ, η λιθογραφία τα λεία, τα σπυρωτά ή offset, η χαλκογραφία τα μαλακά χωρίς κόλλα, η φωτοτυπία τα συμπαγή. Υπάρχουν χαρτιά που χρησιμοποιούνται στις εκδόσεις πολυτελείας, όπως τα ιλουστρασιόν, τα ραβδωτά (verges) και η ψευδοπεργαμηνή (velin). Υπάρχουν ακόμη τα εξωτικά, όπως το κινέζικο που γίνεται από το φλοιό του μπαμπού και το γιαπωνέζικο από ίνες μουριάς.

Αφού γίνει η επιλογή του χρώματος και της ποιότητας του χαρτιού, επιλέγονται τα τυπογραφικά στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν για το τύπωμα του βιβλίου. Αυτά βγαίνουν από γραμματοσειρές που υπάρχουν σε μονοτυπία ή μέσω υπολογιστών σήμερα. Το μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων μετριέται σε στιγμές (6, 8, 10, 12, 16, ..., 36 ). Οι οριζόντιες αποστάσεις μετριούνται με τετράγωνα (em) και οι διαστάσεις τους είναι μεταβλητές. Σημαντικό ρόλο παίζει και η γλώσσα, που επηρεάζει την απόσταση μεταξύ των λέξεων. Η επιλογή μιας ή ομάδας γραμματοσειρών πρέπει να προβάλλει και να αναδεικνύει τον χαρακτήρα του κειμένου. Η γραμματοσειρά πρέπει να ταιριάζει με το χαρτί που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να προσαρμόζεται το χαρτί στην γραμματοσειρά που επιλέγεται. Η γραμματοσειρά πρέπει να εναρμονίζεται με το θέμα του κειμένου, αλλά και το χρονικό και ιστορικό πλαίσιο που αυτό οριοθετεί, προκειμένου να εκφράζει τον χαρακτήρα της χωρίς να είναι έξω από το πνεύμα και την προσωπικότητα του ίδιου του κειμένου. Μια συμβατική οικογένεια γραμματοσειρών πρέπει να περιλαμβάνει τα όρθια πεζά, τα ιταλικά-πλάγια και τους αριθμούς. Για κάθε ένα από αυτά πρέπει να σχεδιάζονται τα μικρά κεφαλαία, μαύρα μικρά, μαύρα κεφαλαία, έντονα κεφαλαία, μικρά και πεζά, πλάγια κεφαλαία, μικρά, έντονα μικρά κεφαλαία, πεζά.

Στη διεθνή βιβλιογραφία κυριαρχούν οι όροι roman και italic. Ο όρος roman που χρησιμοποιείται από την Αναγέννηση, προέρχεται από την καταγωγή του σχεδιασμού της λατινικής μικρογράμματης μεσαιωνικής γραφής από την ρωμαϊκή κεφαλογράμματη. Σήμερα ο όρος upright έχει αντικαταστήσει τον όρο roman, ενώ στην Ιταλία χρησιμοποιείται ο όρος tondo και στην Ελλάδα ο όρος όρθια γραμματοσειρά. Ο όρος italic καθιερώνεται πρώτα στην Γαλλία, λόγω της σχεδιαστικής επιτυχίας του Aldus Manutius. Στην Ιταλία χρησιμοποιείται ο όρος corsivo, ενώ στην Γερμανία ο όρος Kursiv και στην Ελλάδα ο όρος ιταλικά ή ρέοντα. Όρθιες και ιταλικές γραμματοσειρές λειτουργούσαν ανεξάρτητα έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Μέχρι τότε τα τυπογραφικά στοιχεία στοιχειοθετούνταν είτε με όρθια είτε με μια ιταλική γραμματοσειρά. Στην ύστερη Αναγέννηση υιοθετούνται και οι δύο στην ίδια έκδοση για διαφορετική χρήση, με τα όρθια τυπογραφικά στοιχεία να προορίζονται για το κυρίως κείμενο και τα πλάγια για τους τίτλους, πρόλογο, σχόλια, παραθέματα και ποιητικούς στίχους. Ο συνδυασμός όρθιων και ιταλικών στην ίδια αράδα αναπτύσσεται τον 16ο και ανθεί τον 17ο αιώνα. Ο 19ος αιώνας θα δώσει νέες τεχνικές και μεθόδους. Έτσι, θα σχεδιαστούν νέοι τυπογραφικοί χαρακτήρες, θα καθιερωθούν τα κυρτά γράμματα Λειψίας, τα Didot θα δώσουν το 1878 τα νεώτερα Ελζεβίρ και το 1890 τα Απλά. Το 1924 ο François Tibouteau, θα ομαδοποιήσει τις οικογένειες των γραμμάτων σε 4 κατηγορίες βάσει των απολήξεών τους: Ισοπαχή, Αιγυπτιακά, Ελζεβίρ, Didot, ενώ τα τελευταία 100 χρόνια συναντάει κανείς τα ίδια στοιχεία με κάποιες παραλλαγές και διαφορετική ονομασία.

Σε γενικές γραμμές, οι τυπογραφικές κατηγορίες στοιχείων που εμφανίζονται με την αρχή της τυπογραφίας είναι δύο: τα γοτθικά και τα ρωμαϊκά. Τα ρωμαϊκά σχεδιάζονται το 1466 και από τότε μένουν εξοβελίζοντας τα γοτθικά που προϋπάρχουν ήδη από τον Μεσαίωνα στη Δύση. Το σχέδιο, η μορφή των γραμμάτων-στοιχείων που επιλέγεται σε κάθε εποχή αντικατοπτρίζει τις αισθητικές επιλογές και τις ανάγκες της, καθώς και το ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον. Έτσι, από τον 15ο αιώνα που γίνεται η μετάβαση από το χειρόγραφο στο τυπωμένο βιβλίο, παρατηρούνται τυπογραφικά στοιχεία που θυμίζουν χειρόγραφη γραφή ως απόηχος της προηγούμενης παράδοσης. Στην Αναγέννηση, κυριαρχεί η ανισόπαχη κοντυλιά, ο επικλινής άξονας, οι φυσιολογικώς διαμορφωμένοι ακρέμονες και καταλήξεις και το ευρύ κοίλο. Τα ιταλικά στοιχεία της περιόδου είναι ανεξάρτητοι και ισότιμοι σχεδιασμοί των όρθιων. Στο Μπαρόκ, κυριαρχεί η ανισόπαχη κοντυλιά, ο μεταβλητός άξονας, οι έντεχνα διαμορφωμένοι ακρέμονες και καταλήξεις και το μέτριο κοίλο. Τα ιταλικά της περιόδου είναι συμπληρωματικοί σχεδιασμοί των όρθιων χωρίς ανεξάρτητη υπόσταση. Στο Νεοκλασικισμό, διακρίνει κανείς την ανισόπαχη κοντυλιά, τον κάθετο άξονα, τους έντεχνους ακρέμονες, τις δακρυόσχημες απολήξεις και το στενό κοίλο. Τα ιταλικά της περιόδου είναι συμπληρωματικοί σχεδιασμοί των όρθιων. Στην εποχή του Ρομαντισμού, υπάρχει η ανισόπαχη κοντυλιά με μεγάλη αντίθεση, κάθετο άξονα, λεπτούς και κοφτούς ακρέμονες, στρογγυλές καταλήξεις και στενό κοίλο. Τα ιταλικά της περιόδου είναι συμπληρωματικοί σχεδιασμοί των όρθιων. Στον Ρεαλισμό, εντοπίζει κανείς μια ισόπαχη κοντυλιά, κάθετο άξονα και στενό κοίλο. Οι ακρέμονες είναι ανύπαρκτοι ή ενίοτε πλινθόσχημοι και ισόπαχοι με την κοντυλιά. Ανύπαρκτα είναι επίσης τα ιταλικά στοιχεία. Στον Γεωμετρικό Μοντερνισμό, υπάρχει η ισόπαχη κοντυλιά με κυκλικό και μέτριο κοίλο. Ανύπαρκτοι είναι οι ακρέμονες ή ενίοτε πλινθόσχημοι και ισόπαχοι με την κοντυλιά. Ανύπαρκτα είναι και εδώ τα ιταλικά στοιχεία. Στον Λυρικό Μοντερνισμό παρατηρείται μια επαναφορά της αναγεννησιακής αισθητικής, ενώ στον Μεταμοντερνισμό κυριαρχεί μια παρωδία των σχεδιασμών της Νεοκλασικής και της Ρομαντικής περιόδου.

Αφού γίνει η επιλογή των τυπογραφικών στοιχείων ακολουθεί η σελιδοποίηση, που είναι ουσιαστικά η αρχιτεκτονική του βιβλίου. Σημαντικό ρόλο παίζει το μέγεθος της σελίδας που επιλέγεται. Αυτό βέβαια καθορίζεται από το ίδιο το κείμενο. Από τη στιγμή που άρχισε να χρησιμοποιείται το χαρτί για το βιβλίο, το σχήμα του καθορίστηκε από τις διαστάσεις του φύλλου και κυρίως από το δίπλωμά του. Όσο περισσότερες φορές είναι διπλωμένο το τυπογραφικό φύλλο, τόσο οι σελίδες θα είναι μικρότερες, άρα μικρότερο και το σχήμα του βιβλίου. Έτσι, ανάλογα με τα σχήματα του χαρτιού – σελίδας, υπάρχει το in–plano που προορίζεται για γκραβούρες, το in-folio που είναι το μεγαλύτερο σχήμα και προορίζεται για λεξικά, επιστημονικές έρευνες κ.α. Υπάρχει ακόμη, το in-quarto στο οποίο τυπώνονται τα μεγάλα λεξικά, οι γεωγραφικούς άτλαντες, ενώ υπάρχει και το in-octavio που είναι το πιο συνηθισμένο σχήμα της τυπογραφίας. Πιο σπάνια συναντά κανείς το εις δωδέκατον που είναι σχεδόν τετράγωνο και τέλος, υπάρχει το εις δέκατον όγδοον. Εκτός αυτών, συναντά κανείς και πιο ελεύθερα σχήματα ανάλογα με τις αισθητικές επιλογές των δημιουργών και ιδιοκτητών του βιβλίου. H σελίδα πρέπει να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύεται κάθε στοιχείο, κάθε σχέση μεταξύ στοιχείων, αλλά και κάθε λογική ιδιομορφία του κειμένου. Η επιλογή του σχήματος της σελίδας και η τοποθέτηση των τυπογραφικών στοιχείων πάνω της λειτουργεί όπως η διαδικασία επιλογής κορνίζας για ένα ζωγραφικό έργο. Στη σελίδα, το κείμενο μπορεί να στοιχειοθετείται σε μια μακρόστενη στήλη ή σε περισσότερες ανάλογα με το κείμενο και τις αισθητικές επιλογές των δημιουργών του βιβλίου. Το ίδιο ισχύει και για τα περιθώρια που πλαισιώνουν το ψαχνό της σελίδας, τον τρόπο στοίχισης του κειμένου, το μήκος του στίχου, τις επιλογές στα διαστήματα, τα διάστιχα και τις παραγράφους.

Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι τίτλοι που μπαίνουν στο κείμενο. Έτσι, υπάρχει ο μικρός τίτλος ή ψευδότιτλος που είναι η α΄ τυπωμένη σελίδα, ο μεγάλος τίτλος που είναι η επιγραφή του βιβλίου, οι τίτλοι πάνω από τις σελίδες και οι τίτλοι των κεφαλαίων. Ένα, επίσης, σημαντικό μέρος της τυπογραφίας στη δημιουργία του βιβλίου, είναι η εικονογράφησή του. Οι βασικοί σταθμοί σε κάθε διακοσμητικό έργο είναι: α) η σύλληψη, να βρεθεί η ιδέα, β) η ερμηνεία, να δοθεί στην ιδέα η διακοσμητική μορφή και γ) η εκτέλεση, να εφαρμοστεί πάνω στο υλικό. Στην εικονογράφηση του βιβλίου επιστρατεύεται από πολύ νωρίς η χαρακτική. Αρχικά, κυριαρχεί η ξυλογραφία σε όρθιο ή πλάγιο ξύλο, ενώ από τα μέσα του 15ου αιώνα εισάγεται και η χαλκογραφία με την ξεστή χαλκογραφία ή μονοτυπία έως τον 19ο αιώνα, που είναι ουσιαστικά το αρνητικό της ξυλογραφίας. Στην ξυλογραφία υπάρχουν προεξοχές ενώ στην χαλκογραφία εσοχές. Από τον 19ο αιώνα, μπαίνει η λιθογραφία, η φωτοτσιγκογραφία και η φωτοτυπία, ανοίγοντας τους ορίζοντες για τον χώρο των γραφικών τεχνών.

Στο χειρόγραφο βιβλίο, πρώτα γράφονταν το κείμενο από τον γραφέα που άφηνε κενό χώρο προορισμένο για την εικονογράφηση, την οποία έκανε στη συνέχεια ο ζωγράφος. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να γίνεται και στην τυπογραφία. Η τέχνη της εικονογράφησης είναι πολύ σημαντική καθώς ο καλλιτέχνης καλείται να μπει στο πετσί του βιβλίου και να αποδώσει οπτικά το νόημα. Έτσι, μπορεί να υπάρχει η εικόνα χωριστά από το κείμενο και από κάτω μια φράση-λεζάντα που να επεξηγεί τη σκηνή που εικονίζει, ή η εικόνα μπορεί να μπαίνει ενδιάμεσα του κειμένου στο σημείο που αναφέρεται. Όταν υπάρχει εικονογράφηση του κειμένου, αυτή μπαίνει συνήθως στη δεξιά σελίδα μια και προς τα εκεί πέφτει το μάτι του αναγνώστη. Εκτός αυτού του είδους την εικονογράφηση έχουμε και τα ζωγραφικά κοσμήματα κεφαλίδας, τις βινιέτες, που κυριαρχούν κατά τον 18ο αιώνα και συνήθως βρίσκονται πάνω από τα περιεχόμενα, πάνω από τους τίτλους των κεφαλαίων, πάνω ή κάτω από το κείμενο στο τέλος των κεφαλαίων, με τα μοτίβα τους να συνδέονται μερικές φορές και άλλοτε πάλι όχι με το κείμενο. Υπάρχει και ο λογότυπος που χαρακτηρίζει τον κάθε εκδότη και βρίσκεται στην αρχή ή το τέλος του βιβλίου, με τον πρώτο λογότυπο να τυπώνεται το 1499 από τον Aldus Manutiius. Επίσης, σε ένα βιβλίο, βλέπει κανείς και διάφορα μικρά κοσμήματα που στολίζουν τις σελίδες, τις εσοχές των παραγράφων τους τίτλους, τον κολοφώνα κ.α. Το βιβλίο έχει γενικά πληροφοριακή, διακοσμητική, εικονογραφική πλευρά. Η εικονογράφηση παρεμβαίνει στην πράξη της ανάγνωσης και πρέπει να υπηρετεί το κείμενο, ώστε να βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του από τον αναγνώστη.

Το τελευταίο σημείο και ένα από τα βασικότερα στην όλη δημιουργία ενός βιβλίου, είναι η βιβλιοδεσία. Ένα βιβλίο μπορεί να είναι πανόδετο, χαρτόδετο και δερματόδετο. Από τη στιγμή που κάνει την εμφάνισή του ο κώδικας, τα διπλωμένα τυπογραφικά φύλλα έπρεπε να δεθούν με κάποιο τρόπο. Σήμερα, τα τεύχη ράβονται πάνω σε σπάγκους που τεντώνονται πάνω σε ένα ειδικό εργαλείο το οποίο ονομάζεται «τεζάκι», από το ιταλικό tesare (=τεντώνω) ή από το επίσης ιταλικό tessere (=υφαίνω). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται στην ράχη του βιβλίου χαρακτηριστικά εξογκώματα, τα νεύρα. Η χρήση των νεύρων και του τεζακιού είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση και χρονολογείται από τον 8ο αιώνα μ.Χ. Οι Βυζαντινοί δε χρησιμοποιούσαν ούτε νεύρα, ούτε τεζάκι για την ραφή των τευχών. Με μια καμπύλη βελόνη και με κατάλληλες κινήσεις έραβαν κάθε τεύχος στο αμέσως προηγούμενο. Έτσι, στην ράχη του βιβλίου και στα σημεία που περνά η κλωστή, δημιουργείται ένα είδος αλυσίδας, με μικρό πάχος που δεν προκαλεί κανένα εξόγκωμα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των βυζαντινών βιβλιοδεσιών είναι τα κεφαλάρια. Πρόκειται για ιδιάζουσα πλέξη που γίνεται στο εξωτερικό κάθε τεύχους δίδοντας αντοχή στο βιβλίο. Τα καλύμματα ήταν αρχικά μεταλλικά και ξύλινα, έφεραν γόμφους στις 4 γωνίες για την προφύλαξη των βιβλίων, καθώς τοποθετούνταν οριζόντια στις βιβλιοθήκες το ένα πάνω στο άλλο. Επίσης, το βιβλίο έκλεινε με ειδικά κλείστρα για να πιέζονται τα φύλλα και να μην ανοίγει το βιβλίο. Με τον χρόνο τα ξύλινα καπάκια λέπταιναν αισθητά, ώσπου στα τέλη του 13ου αιώνα αντικαταστάθηκαν από χαρτόνι.

Αρχικά, τα βιβλία με τα μεταλλικά καλύμματα είχαν εκκλησιαστική χρήση και ως εκ τούτου κοσμούνταν με χριστιανικά – θεολογικά θέματα. Τον 14ο αιώνα τα δερμάτινα καλύμματα διακοσμούνται με τα αποτυπώματα πυρακτωμένων σφραγίδων. Τα θέματα που συναντά κανείς χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) σφραγίδες με ζωόμορφες ή φυτόμορφες παραστάσεις, β) σφραγίδες με γεωμετρικά σχέδια και γ) έλικες ή πλεκτά γραμμικά σχέδια που επαναλαμβάνονται και δημιουργούν ταινίες. Από τον 13ο αιώνα, μπαίνει το χρυσό για διακόσμηση πάνω στο δέρμα, τεχνική που παραλαμβάνουν οι Μουσουλμάνοι από τους Κόπτες. Από τον 14ο αιώνα εμφανίζονται και τα χρωματιστά δέρματα σε τόνους του κόκκινου και του πράσινου. Όσον αφορά τη διακόσμηση από τον 16ο αιώνα και εξής υπάρχει μια αλλαγή στο θεματολόγιο, με παραστάσεις δανεισμένες από την φύση. Τον 17ο αιώνα, τα βιβλία δένονται με δέρματα μέτριας ποιότητας και μόνο σε σπάνια βιβλία η διακόσμηση απλώνεται στα καπάκια, ενώ οι ράχες είναι φορτωμένες με χρυσό. Τη συγκεκριμένη εποχή, ο Mace Ruette εισάγει την τεχνική της μαρμαρόκολλας χρωματίζοντας τα εσώφυλλα με χρώματα που απλώνονταν πάνω στο φύλλο με ειδικά χτένια, τα οποία ήταν υπεύθυνα για τα περίεργα σχήματα-νερά που αποτυπώνονταν πάνω στη σελίδα. Πολύ πριν γίνει γνωστή η τέχνη της μαρμαρόκολλας στην Ευρώπη, ήταν ήδη γνωστή στην Κίνα και την Ιαπωνία από τον 12ο αιώνα. Στην Τουρκία και την Περσία θα γίνει γνωστή τον 16ο αιώνα. Οι μαρμαρόκολλες ουσιαστικά αντικαθιστούν τους λευκούς φύλλακες της αρχής και του τέλους του βιβλίου και καταστρέφονται εύκολα με την υγρασία.

Συνοψίζοντας, συμπεραίνει κανείς ότι τα υλικά, της βιβλιοδεσίας από απαρχές του κώδικα έως σήμερα είναι το μέταλλο, το ξύλο, το χαρτί, το δέρμα για το πέτσωμα του βιβλίου, το ύφασμα, οι κλωστές, οι κόλλες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, ενώ η διακόσμηση του καλύμματος-καπακιού, γίνεται με φύλλα χρυσού, με ανάγλυφες σφραγίδες και ελάσματα από χρυσό και ασήμι. Η επιλογή της ποιότητας και του χρώματος χαρτιού, η επιλογή των τυπογραφικών στοιχείων και της γραμματοσειράς, η διαμόρφωση της σελίδας, ο τρόπος εικονογράφησης και βιβλιοδεσίας πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να συνδυάζονται όλα αυτά αρμονικά με το κείμενο αναδεικνύοντάς το. Μόνο τότε μπορεί να μιλήσει κανείς για έργο τέχνης, που αντικατοπτρίζει την εποχή του. Το ντύσιμο του βιβλίου είναι το φόρεμά του, ο τόμος το σώμα του και το περιεχόμενο η ψυχή του. Και τα τρία πρέπει να συντονίζονται σε μια συγχορδία για να δώσουν το πραγματικό ζωντανό βιβλίο. Έτσι, όλα τα στοιχεία που συντελούν στη δημιουργία ενός βιβλίου πρέπει να υπηρετούν το κείμενο, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι άρτιο αισθητικά. Το βιβλίο, όπως και κάθε μορφή τέχνης, πρέπει να φέρει τη σφραγίδα της εποχής του, της οποίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι, καθώς «...Με τις ρίζες του φυτρώνει στο παρελθόν, όμως πρέπει να στέκεται γερά μέσα στο παρόν και να τείνει και προς το μέλλον...».

Χρυσοβαλάντης Στειακάκης
(Ιστορικός τέχνης)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

• Bringhurst, R. Στοιχεία της τυπογραφικής τέχνης, Μτφρ. Ματθιόπουλος Γ., Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2001.
• Cronyn, J. M. The elements of Archaeological Conservation, Κορνουάλλη, Tj Press Padstow, 1990.
• Γανιάρη, Α. - Φ. Βιβλιοδεσία, τέχνη και τεχνική, Αθήνα, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, 1983.
• Γανιάρη, Φ. «Η βιβλιοδεσία στη Δυτική Ευρώπη», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 92-95.
• Γανιάρης, Α. «Η τέχνη της Βιβλιοδεσίας», περ. Ζυγός, τχ. 22-23, 1957, σ. 38 κ. εξ.
• Δρούλια, Λ. κ.α. Το Ελληνικό βιβλίο 1476-1830, Αθήνα, Εθνική τράπεζα της Ελλάδος, 1986.
• Doizy, M. A. – Fulacher, P. Papiers et Moulins, des origines a nos jours, Παρίσι, Art & Metiers du Livere Editions, 1997.
• Hunger, H. O κόσμος του βυζαντινού βιβλίου, Μτφρ. Βασίλαρος Γ., Αθήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1995.
• Κάσδαγλης, Ε. Χ. (επιμέλεια ). Γιάννη Κεφαλληνού. Αλληλογραφία και Κείμενα, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1991.
• Κωνσταντίνου, Ι. Το χειρόγραφο, το βιβλίο, τα ιστορικά αρχεία, τεχνολογία υλικών, πρόληψη φθορών, συντήρηση, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1988.
• Λιοντής, Κ. «ο γνωστός ως ...Δαίμων», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄ , Αθήνα, 2001, σ. 65-66.
• Ματέϋ, Γ. «Η αρχιτεκτονική του βιβλίου», περ. Ζυγός, τχ. 22-23, 1957, σ. 28 κ. εξ.
• Polaston, Lucien. X. Le Papier 2000 ans d' histoire et de savoir-faire, Παρίσι, Imprimerie Nationale editions, 1999.
• Πελτικόγλου, Β. κ.α. Διατήρηση και συντήρηση των βιβλιακών και αρχειακών συλλογών (οδηγός για βιβλιοθηκονόμους και αρχειονόμους), Ναύπακτος, εκδ. Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, 2000.
• Ταφακέα, Χ. - Καρδούτσος, Δ. – Ροδόπουλος, Γ. «Το τεχνικό μέρος του βιβλίου», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 174-176.
• Τσελίκας, Α. «Βιβλιοδετική διακοσμητική», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 75-79.
• Χούλης, Κ. «Η βιβλιοδεσία στη Βυζαντινή και Μεσοβυζαντινή περίοδο», στο Επτά ημέρες Καθημερινή, τόμος ΛΗ΄, Αθήνα, 2001, σ. 70-74.

Στειακάκης Βαλάντης

Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.